ἐξομολόγησις

ἐξομολόγησις
ἐξομολόγησις
admission
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐξομολογήσει — ἐξομολόγησις admission fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐξομολογήσεϊ , ἐξομολόγησις admission fem dat sg (epic) ἐξομολόγησις admission fem dat sg (attic ionic) ἐξομολογέομαι confess fut ind mp 2nd sg ἐξομολογέομαι confess aor subj act 3rd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξομολογήσεις — ἐξομολόγησις admission fem nom/voc pl (attic epic) ἐξομολόγησις admission fem nom/acc pl (attic) ἐξομολογέομαι confess aor subj act 2nd sg (epic) ἐξομολογέομαι confess fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξομολογήσεσι — ἐξομολόγησις admission fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξομολογήσεσιν — ἐξομολόγησις admission fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξομολόγησιν — ἐξομολόγησις admission fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • исповедание — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  =  сущ. (греч. ἐξομολόγησις) прославление, слава,… …   Словарь церковнославянского языка

  • CONFESSIO — I. CONFESSIO Graece ἐξομολόγησις, inter Paenitentiae actus, quâ peccatum suum lapsi publice confitebantur, memoratur Cypriano, l. 3. Ep. 14. Agunt paenitentiam iustô tempore et secundum disciplinae ordinem ad exomologesin veniunt, et per manus… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εξομολόγηση — Θρησκευτική πράξη, που σκοπεύει στην εξάλειψη της αμαρτίας ή του σφάλματος. Συναντάται σε τελείως διαφορετικές εποχές (αρχαίους, σύγχρονους και πρωτόγονους πολιτισμούς) και με τις πιο ποικίλες μορφές. Η ε. μπορεί να τελεστεί δημόσια είτε ιδιωτικά …   Dictionary of Greek

  • Γύζης, Νικόλαος — (Σκλαβοχώρι Τήνου 1842 – Μόναχο 1901).Ζωγράφος. Η ζωή και η τέχνη του Γ. όπως παρουσιάζονται μέσα από την προσωπική αλληλογραφία, το ημερολόγιο και το ζωγραφικό έργο του, βαδίζουν παράλληλα σε μια συνεχή εσωτερική ψυχική και πνευματική ανοδική… …   Dictionary of Greek

  • Νταμιάνι, Νταμιάνο — (Damiano Damiani, Παζιάνο 1922 –). Ιταλός σκηνοθέτης. Ασχολήθηκε με τον κινηματογράφο αρχικά ως σεναριογράφος και σκηνοθέτης ντοκιμαντέρ και πέρασε στις ταινίες μεγάλου μήκους το 1960 (Επικίνδυνα παιχνίδια). Στη μακρά καριέρα του σκηνοθέτησε φιλμ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”